νικάει

νικάει
νῑκάει , νικάω
conquer
pres ind mp 2nd sg (epic)
νῑκάει , νικάω
conquer
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

  • Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • προκοπή — η 1. πρόοδος: Πουθενά δεν έκανε προκοπή. 2. εργατικότητα, φιλοπονία: Η προκοπή νικάει τη φτώχεια. 3. απόδοση, καρποφορία, σοδειά: Τα καπνά δε θα κάνουν φέτος προκοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”